- ἄβρομος
- ἄβρομος, ον, (α collect.)A joining in a shout, Il.13.41; taken by Aristarch. to mean noisy (α intens.).2 (α priv.) noiseless,
κῦμα A.R.4.153
.II v. ἄβρωμος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κῦμα A.R.4.153
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄβρομος — joining in a shout masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβρομος — (I) ἄβρομος, ον (Α) θορυβώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ αθροιστ. + βρόμος (= θόρυβος)]. (II) ἄβρομος, ον (Α) αθόρυβος, ήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + βρόμος (= θόρυβος)] … Dictionary of Greek
ἄβρομον — ἄβρομος joining in a shout masc/fem acc sg ἄβρομος joining in a shout neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβρομα — ἄβρομος joining in a shout neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβρομοι — ἄβρομος joining in a shout masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… … Dictionary of Greek
ἅβρομοι — ἄβρομοι , ἄβρομος joining in a shout masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)